σύξυλος — η, ο, Ν 1. (για ξύλινο κατασκεύασμα) μαζί με όλα τα ξύλα από τα οποία αποτελείται, ολόκληρος («το καράβι βούλιαξε σύξυλο») 2. μτφ. (για πρόσ.) άναυδος, κατάπληκτος, ακίνητος («έμεινε σύξυλος απ την τρομάρα του») 3. φρ. α) «τ άφησε σύξυλα» τά… … Dictionary of Greek
σύξυλος — η, ο επίρρ. α 1. ολόκληρος, μαζί με όλα τα ξύλα του: Το καράβι βούλιαξε σύξυλο. 2. κατάπληκτος, αποσβολωμένος: Έμεινε σύξυλος σαν το άκουσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek